- ανασκαφέας
- οαυτός που ανασκάπτει, που ενεργεί ανασκαφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασκάπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον δημοσιογράφο Ικέσιο Λάτρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη — Στεγάζεται σε ένα όμορφο κτίριο των αρχών του 20ού αι. σε μια πάροδο της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου (Καλλισπέρη 12), πολύ κοντά στην Ακρόπολη. Στις προθήκες του παρουσιάζονται κοσμήματα και σχέδια κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων από την … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Βεργίνας — Ο Mουσειακός Xώρος της Βεργίνας δημιουργήθηκε για να προστατεύσει και να εκθέσει στο κοινό τα σημαντικά ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας του Μανώλη Ανδρόνικου στη Μεγάλη Τούμπα, το τμήμα του νεκροταφείου των Αιγών που περιείχε τους βασιλικούς… … Dictionary of Greek